ἀστεγής
Look at other dictionaries:
αστεγής — ἀστεγής, ές (Μ) (για οικοδόμημα) ο χωρίς στέγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στεγής < στέγος) … Dictionary of Greek
αστεγής — ἀστεγής, ές (Μ) (για οικοδόμημα) ο χωρίς στέγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στεγής < στέγος) … Dictionary of Greek